- πελερίνα
- η(λ. γαλλ.), κοντό πανωφόρι χωρίς μανίκια, μπέρτα (λ. γαλλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πελερίνα — η φαρδύ πανωφόρι μονοκόμματο και χωρίς μανίκια που ρίχνεται στους ώμους, αλλ. μπέρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pelerin < νεολατ. pelegrinus] … Dictionary of Greek
μπέρτα — η (λ. γαλλ.), πανωφόρι χωρίς μανίκια που κουμπώνει στο λαιμό, η πελερίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)